διαπρύσιος

διαπρύσιος
ία , ον уст. обладающий сильным, громким голосом;

διαπρύσιος κήρυξ της αληθείας — глашатай правды


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διαπρύσιος" в других словарях:

  • διαπρύσιος — going through masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρύσιος — α, ο (AM διαπρύσιος, α, ον) αυτός που υπερασπίζεται ζωηρά κάτι, ένθερμος υποστηρικτής («διαπρύσιος κήρυξ») αρχ. 1. διαπεραστικός, οξύς 2. αυτός που έχει διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία σύνθετη λ. η οποία στο β συνθετικό παρουσιάζει μορφολογική …   Dictionary of Greek

  • διαπρυσίως — διαπρύσιος going through adverbial διαπρύσιος going through masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρύσιον — διαπρύσιος going through masc acc sg διαπρύσιος going through neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρυσίην — διαπρύσιος going through fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρυσίοις — διαπρύσιος going through masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρυσίου — διαπρύσιος going through masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρυσίους — διαπρύσιος going through masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρυσίῃ — διαπρύσιος going through fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρυσίῳ — διαπρύσιος going through masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπρύσια — διαπρύσιος going through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»